- επίχολος
- ἐπίχολος, -ον (Α)1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)2. ευερέθιστος, οργίλος3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίχολος — full of bile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχολώτατον — ἐπίχολος full of bile masc acc superl sg ἐπίχολος full of bile neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχόλως — ἐπίχολος full of bile adverbial ἐπίχολος full of bile masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχολον — ἐπίχολος full of bile masc/fem acc sg ἐπίχολος full of bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχολωτάτη — ἐπίχολος full of bile fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχολώτατος — ἐπίχολος full of bile masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχολώτερος — ἐπίχολος full of bile masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχόλοις — ἐπίχολος full of bile masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχόλους — ἐπίχολος full of bile masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχολοι — ἐπίχολος full of bile masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)